Ἀνακρεόντεια

Ἀνακρεόντεια
Ἀνακρεόντειος
of Anacreon
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ανακρέων — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην ιωνική Τέω το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. και πέθανε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, σε ηλικία 85 ετών στη γενέτειρά του. Μεταγενέστερος του Αλκαίου και της Σαπφούς, ανήκει στην περίοδο του ώριμου… …   Dictionary of Greek

  • Anakreonteia — Die Anakreonteia (᾿Ανακρεόντεια, lateinisch Anakreontea) ist eine anonyme Sammlung griechischer Gedichte über Liebe, Wein, schöne Jünglinge, Aphrodite, Eroten, Grazien, Dionysos und Frühling aus dem 1. Jahrhundert v. Chr. bis zum 5./6.… …   Deutsch Wikipedia

  • АНАКРЕОН (Т) — •Anacreon, Άνακρέων, знаменитый греческий лирик из Теоса в Ионии, отсюда ó Τήιος, Teius; был уже в возрасте мужества, когда Гарпаг, полководец Кира, покорил Ионию (545 г. до Р …   Реальный словарь классических древностей

  • Анакреон(т) —    • Anacreon,          Άνακρέων, знаменитый греческий лирик из Теоса в Ионии, отсюда ó Τήιος, Teius; был уже в возрасте мужества, когда Гарпаг, полководец Кира, покорил Ионию (545 г. до Р. X.). А. переселился тогда на Самос, ко двору Поликрата,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • Γιακόμπι, Γιόχαν Γκέοργκ — (Johann Georg Jacobi, 1740 – 1814). Γερμανός ποιητής και φιλόσοφος. Δίδαξε ρητορική και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Χάλε και αισθητική στη Φράιμπουργκ. Έγραψε ανακρεόντεια ποιήματα, επηρεασμένα από τη γαλλική και την αγγλική ποίηση …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Καντάλσο, Χοσέ — (José Cadalso, Κάδιξ 1741 – Γιβραλτάρ 1782). Ισπανός δοκιμιογράφος και ποιητής. Αποτέλεσε μία από τις μορφές του ιβηρικού 18ου αι. Η πικρία με την οποία περιέγραψε τις πληγές της ισπανικής κοινωνίας καθώς και κάποιος τόνος οργής και απαισιοδοξίας …   Dictionary of Greek

  • Καρούσος — Επώνυμο λογίων και επιστημόνων από την Κεφαλονιά. 1. Αναστάσιος (18ος αι.). Λόγιος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα και στη Βενετία. Χρημάτισε σύνδικοςτης κοινότητας της Κεφαλονιάς (1774) και διοικητής Ιθάκης έως το 1777. Ως μέλος της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”